- ρευστοποίηση
- [-ις (-εως)] η1) превращение (твёрдого или газообразного тела] в жидкое состояние, разжижение; 2) перен. реализация (имущества)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρευστοποίηση — Φυσικοχημικό φαινόμενο διά του οποίου επιτυγχάνουμε, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, τον μετασχηματισμό ενός κολλοειδούς συστήματος (*κολλοειδή) από την κατάσταση «ζελ» (gel) στην κατάσταση «σολ» (sol). Ως φαινόμενο, η ρ. μπορεί να θεωρηθεί το αντίθετο… … Dictionary of Greek
νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… … Dictionary of Greek
ρευστοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. μετατρέπω ένα σώμα σε ρευστό από στερεό ή αέριο. 2. (συνηθέστ. μτφ.) μεταβάλλω ακίνητη περιουσία σε κινητή, σε χρήμα: Έχει αρχίσει να ρευστοποιεί την περιουσία του. Ουσ. ρευστοποίηση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαργύρωση — η [εξαργυρώνω] μετατροπή ακινήτων ή τίτλων σε χρήμα, εκποίηση, ρευστοποίηση («εξαργύρωση επιταγής, ομολογίας, λαχείου» κ.λπ.) … Dictionary of Greek
λειώσιμο — το [λειώνω] τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση 2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα 3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα … Dictionary of Greek
λικιντάρισμα — το [λικιντάρω] (διαλ.) ρευστοποίηση κινητών αξιών ή ακίνητης περιουσίας, εξαργύρωση … Dictionary of Greek
παλιγγένεση — η γεωλ. φαινόμενο κατά το οποίο, αν πραγματοποιηθεί τέλεια ή σχεδόν τέλεια ρευστοποίηση ενός πετρώματος, από την κρυστάλλωση τού ρευστοποιημένου υλικού δημιουργείται ένα νέο πέτρωμα, αλλ. διαφορική ανάτηξη … Dictionary of Greek
πλειστηριασμός — ο, ΝΑ [πλειστηριάζω] νεοελλ. 1. η πώληση πραγματικής και προσωπικής περιουσίας μέσω δημόσιου ανοιχτού διαγωνισμού και, ειδικότερα, μέσα από μια διαδικασία η οποία συνίσταται σε μια διαδοχή αυξανόμενων προσφορών από τους δυνητικούς αγοραστές… … Dictionary of Greek
πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και … Dictionary of Greek
ρευστοποιήσιμος — η, ο, Ν [ρευστοποίηση] 1. (οικον.) αυτός που μπορεί να ρευστοποιηθεί 2. φρ. α) «ρευστοποιήσιμο ενεργητικό» (οικον.) το σύνολο τών στοιχείων τού κυκλοφοριακού ενεργητικού, που ο μετασχηματισμός του σε χρήμα αναμένεται να πραγματοποιηθεί στη… … Dictionary of Greek
ρευστότητα — Στην οικονομία είναι η ιδιότητα που έχει ένα αγαθό να μετατρέπεται γρήγορα σε χρήμα* χωρίς να χάνει σημαντικό μέρος της αξίας του. Κατεξοχήν ρευστά αγαθά είναι π.χ. τα χαρτονομίσματα και οι τραπεζικές καταθέσεις όψης. Λιγότερο ρευστά είναι οι… … Dictionary of Greek